ἡλιόκτυπος

ἡλιόκτυπος
ἡλιό-κτῠπος, ον,
A sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. [voice] Med.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλιόκτυπος — ἡλιόκτυπος, ον (Α) ο καμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί κτυπος, οπλό κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιόκτυπον — ἡλιόκτυπος sunburnt masc/fem acc sg ἡλιόκτυπος sunburnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”